- ὑπερήμισυς
- ὑπερήμῐσυς, υ,A above half, more than half,
ὑπερημίσεες ἦσαν Hdt. 7.40
; Γελῴων ὑπερημίσεας . . τὠυτὸ . . ἐποίησε ib.156;ὄντες ὑπερημίσεις Inscr.Prien.28.30
(ii B. C.); ὑπερήμισυ (or ὑπὲρ ἥμισυ)τοῦ στρατεύματος X.An.6.2.10
;χρηματιζόντωσαν ὑπερήμισυ γινόμενοι IG42(1).68.74
(Epid., iv B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.